- νωθρότατοι
- νωθρόςheavymasc nom/voc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χραμαδοίλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «χελῶναι» 2. «αἱ νωθρότατοι τῶν κυνῶν» 3. «κοχλίαι» … Dictionary of Greek